- συμφέρον
- το, ΝΜΑ, και διαλ. τ. συφέρο Νωφέλεια, όφελος, κέρδος (α. «κοιτάζει μόνο το συμφέρον του» β. «περαιτέρω τοῡ ὑμετέρου συμφέροντος», Αισχίν.γ. «τὰ τῆς πατρίδος συμφέροντα», Δείν)νεοελλ.1. (νομ.) ηθική ή περιουσιακή επιδίωξη τού προσώπου που προστατεύεται από τον νόμο2. στον πληθ. τα συμφέρονταοικονομικής ή περιουσιακής φύσεως υποθέσεις, δοσοληψίες3. φρ. α) «έχω συμφέρον» — έχω ωφέλεια από κάτι ή πρόκειται να ωφεληθώ από κάτιβ) «τα καλά και συμφέροντα» — λέγεται για κάποιον ο οποίος αποβλέπει με υποκριτικό και δόλιο τρόπο στο ατομικό του όφελοςγ) «δημόσιο συμφέρον» — συμφέρον που αφορά το κοινωνικό σύνολοδ) «έννομο συμφέρον»(νομ.) το συμφέρον που αξιώνεται δικαστικής προστασίαςε) «άμεσο έννομο συμφέρον»(νομ.) έννομο συμφέρον τού οποίου η ικανοποίηση συνέχεται με την ικανοποίηση ενός ή περισσότερων κεκτημένων δικαιωμάτωνστ) «έμμεσο έννομο συμφέρον»(νομ.) έννομο συμφέρον τού οποίου η ικανοποίηση συνδέεται με την ικανοποίηση προσδοκώμενων δικαιωμάτωναρχ.στον πληθ. κατάλληλος τόπος («ἐμβαλλέτω τὰ ἐνόδια... ἐκ τῶν τριμμῶν εἰς τὰ συμφέροντα», Ξεν.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τής μτχ. ενεστ. τού ρ. συμφέρω].
Dictionary of Greek. 2013.